Μέσα στα μεγάλα αυτά αστικά κέντρα, αναπτύσεται κι ένα
κύκλωμα περιθωρίου. Όπως στα όρη της Ελλάδας και της
Ιωνίας δρούν οι Κλέφτες , που άνετα περνούν από την
παρανομία στην νομιμότητα του αρματολού και τούμπαλιν,
έτσι και στα αστικά κέντρα, μια ιδιότυπη κλεφτουριά,
λιγότερο αυτόνομη αλλά εξίσου περήφανη δρα και
αναπτύσεται. Πρόκειται για τους λεγόμενους Μάγκες. ¶νθρωποι
τυπικά νομιμόφρονες, που ασκούν επαγγέλματα όπως του
τεχνίτη, του εμπόρου, του ταβερνιάρη και του καφετζή,
ζουν μια παράλληλη, παράνομη ζωή. Κλέβουν, ληστεύουν,
λαθρεμπορεύονται. Ενισχύουν αφειδώς την φτωχολογιά για
να εξασφαλίζουν οπαδούς και να στρατολογούν από τις
τάξεις της προσωπικό για τις παράνομες δραστηριότητές
τους. Συγκρούονται συχνά με την αστυνομία και τον
στρατό, και γι αυτό πάντα οπλοφορούν. Χαρακτηριστικά
τους όπλα το "κούφιο" [πιστόλι] και η "δίκοπη" [δίστομο
μαχάιρι], όπλα που μνημονεύονται συχνά στα τραγούδια που
υμνούν τους επιφανείς Μάγκες. Ο κάθε μάγκας διαθέτει
εκτός από την συμμορία του, και τον προσωπικό του
μουσικό, ο οποίος αναλαμβάνει να εξωραΐζει, να υμνεί και
να προπαγανδίζει την φήμη του αρχηγού. Αυτός ο μουσικός
ονομάζεται Ρεμπέτης, από το ρέμβομαι [=ατενίζω,
περιφέρομαι ασκόπως]. Ο ρεμπέτης κάνει μια ανέμελη ζωή,
με μόνο του σκοπό το "image making" του Μάγκα. Οι μάγκες
έχουν και τα ιδιαίτερα στέκια τους. Καφενέδες και
ταβερνεία που διαθέτουν μια κρυφή αίθουσα συνάθροισης.
Εκεί μέσα οργανώνονται τα "κόλπα", οι παράνομες
δραστηριότητες τους. Εκει μέσα, γύρω από τον
απαραίτητο Αργιλέ, συντίθενται τα πρώτα ρεμπέτικα
τραγούδια, που λόγω της συνωμοτικότητας παίζονται με
όργανα που δεν παράγουν οξύ και δυνατό ήχο. Εκέι μέσα
φτιάχνονται το μπουζούκι, ο τζουράς κι ο μπαγλαμάς, τα
κατεξοχήν όργανα του ρεμπέτη. Και είναι εξ’ αιτίας του
Αργιλέ - εν γένει της χασισοποτείας - που αυτές οι
μυστικές αίθουσες θα ονομαστούν Τεκέδες.
|